- αιθαλώδης
- αἰθαλώδης, -ες (Α) [αἰθάλη]ο γεμάτος καπνιά, μαυρισμένος, καπνισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰθαλώδης — sooty masc/fem acc pl (attic epic doric) αἰθαλώδης sooty masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰθαλώδης sooty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλωδέστερον — αἰθαλώδης sooty adverbial comp αἰθαλώδης sooty masc acc comp sg αἰθαλώδης sooty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλώδει — αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut dat sg αἰθαλώδεϊ , αἰθαλώδης sooty dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλώδη — αἰθαλώδης sooty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰθαλώδης sooty masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλῶδες — αἰθαλώδης sooty masc/fem voc sg αἰθαλώδης sooty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλώδεις — αἰθαλώδης sooty masc/fem acc pl αἰθαλώδης sooty masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλωδῶν — αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλώδεσι — αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλώδους — αἰθαλώδης sooty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek